ἐξέδραμον

ἐξέδραμον
ἐκτρέχω
run out
aor ind act 3rd pl
ἐκτρέχω
run out
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεδρομή — ξεδρομή, ἡ (Μ) 1. βιασύνη, γρηγοράδα 2. ζήλος, σπουδή 3. διαφορετική λειτουργία, διάκριση 4. φρ. «μὲ σπουδὴν καὶ ξεδρομήν» γρήγορα γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐκδρομή με αναλογικὴ επίδραση τού αορ. ἐξέδραμον τού ἐκτρέχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”